- ἐπισχετικόν
- ἐπισχετικόςcheckingmasc acc sgἐπισχετικόςcheckingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπτάρνυμαι — ἐπιπτάρνυμαι (Α) [πτάρνυμαι] 1. φταρνίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «μετακαλῶ, κατέχω ἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρμὸς πολλάκις» … Dictionary of Greek
επισχετικός — ή, ό (Α ἐπισχετικός, ή, όν) [επίσχεση] αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.) αρχ. εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη … Dictionary of Greek